ὀξυέθειρ

ὀξυέθειρ
ὀξυ-έθειρ, gen. -έθειρος, , ,
A with sharp points, nom. pl.

-έθειρες, ἐχῖνοι Marc.Sid.35

; acc. pl.

-έθειρας, ἀκάνθας Nonn.D.14.368

; gen.sg. -έθειρος, ἀκάνθης ib. 22.25.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • οξυέθειρ — ὀξυέθειρ ὁ, ἡ, και ὀξυέθειρος, ον (Α) ως επίθ. 1. (για τον εχίνο) αυτός που έχει οξείες, αιχμηρές τρίχες, αγκάθια 2. (και κατ επέκτ. για αγκάθια) αιχμηρός, μυτερός («ὀξυέθειρας ἀκάνθας», Νόνν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < οξυ * + έθειρος (< ἔθειραι… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”